Παράσταση και Αφαίρεση: Εκλεκτικές Συγγένειες
(Φωτογραφίες από την Έκθεση)
2019
ArteVisione
Αθήνα
Κείμενο | Πάρης Καπράλος
Το θέμα της έκθεσης είναι η ανίχνευση της επιρροής των ευρωπαϊκών κινημάτων αφαίρεσης κατόπιν του Β Παγκοσμίου πολέμου στην ζωγραφική, ως καταγωγικώς εγγύτερα στην σύγχρονη Ελληνική Τέχνη, έναντι της ριζοσπαστικής συλλήβδην επιβίβασης στο άρμα του αφηρημένου εξπρεσσιονισμού.
Παράσταση και Αφαίρεση: Εκλεκτικές συγγένειες
Η δύσκολη ιστορία της Ελλάδας μέσα από δικτατορίες, Βαλκανικούς Πολέμους και δύο Παγκόσμιους ανέκοψε την δυνατότητα των εικαστικών τεχνών να εξελιχτούν παράλληλα με την διεθνή σκηνή της τέχνης μέχρι πρόσφατα. Σήμερα, η νεότερη γενιά Ελλήνων εικαστικών καλλιτεχνών αναζητά παρόν και μέλλον εντός και εκτός των συνόρων, απαντώντας σε Ελληνικά διακυβεύματα και την ζήτηση για κοινωνική αλλαγή.
Το θέμα της έκθεσης είναι η ανίχνευση της επιρροής των ευρωπαϊκών κινημάτων αφαίρεσης κατόπιν του Β Παγκοσμίου πολέμου στην ζωγραφική, ως καταγωγικώς εγγύτερα στην σύγχρονη Ελληνική Τέχνη, έναντι της ριζοσπαστικής συλλήβδην επιβίβασης στο άρμα του αφηρημένου εξπρεσσιονισμού. Παράσταση με αφαίρεση, αφηρημένη, μινιμαλ ή σε οποιοδήποτε άλλο είδος εντασσόμενη, η νέα ελληνική σκηνή τέχνης παρουσιάζει στοιχεία αυτονόμησης και ιδιομορφίας. Όπως πράττει ο Γκαίτε στις “Εκλεκτικές συγγένειες”, σε αυτή την έκθεση αναζητούμε να αναδείξουμε μέσα από τα έργα νένω καλλιτεχνών τους μηχανισμούς και τις σχέσεις που συνδέουν και χωρίζουν τους ανθρώπους στη νεωτερικότητα και το εικαστικό διακύβευμα του σήμερα.
Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου κατέφυγαν στις ΗΠΑ επιστήμονες και καλλιτέχνες από την Ευρώπη, αν και η Αμερικάνικη καλλιτεχνική σκηνή ήταν μάλλον συντηρητική μέχρι τότε, ιδίως αναφορικά με τις εικαστικές τέχνες. Ωστόσο οι δημοκρατικές πεποιθήσεις των ανώτερων μορφωτικά τάξεων της Αμερικανικής κοινωνίας έφεραν μικρές αντιστάσεις στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία. Εικαστικοί καλλιτέχνες από την Ευρώπη, εμφορούμενοι από νέες ιδέες και συχνά εμπνευστές κινημάτων -όπως κυβιστές, εξπρεσιονιστές, σουρεαλιστές μετακίνησαν το πολιτιστικό γίγνεσθαι της Ευρώπης προς τη Νέα Υόρκη. Η πρώτη μαζική συμβολή και επίδραση στο αμερικανικό κοινό ήρθε το 1913, όταν έκπληκτοι άπαντες είδαν τα έργα της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας στη Διεθνή Έκθεση Μοντέρνας Τέχνης, στη Νέα Υόρκη, στο “The Armory Show”, που έλαβε χώρα στην αποθήκη εφοδιασμού του 69ου Συντάγματος Πεζικού περιλαμβάνοντας περί τα 1600 έργα Φωβιστών, Κυβιστών και Φουτουριστών, των πρωτοποριακών δηλαδή τάσεων στην Ευρώπη. Το 1929 ιδρύθηκε στη Νέα Υόρκη το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, όμως οι σημαντικότερες εκθέσεις που έφεραν σε επαφή το αμερικανικό κοινό με την Ευρωπαϊκή πρωτοπορία, έγιναν το 1936, η μία με θέμα «Κυβισμός και Αφηρημένη Τέχνη» και η άλλη «Φανταστική Τέχνη, Ντανταϊσμός και Σουρεαλισμός». Την επόμενη χρονιά, το 1937 ιδρύθηκε το Solomon P. Guggenheim Museum, το οποίο παρουσίαζε μόνο Ευρωπαίους καλλιτέχνες. Η Αφαίρεση υιοθετήθηκε εύκολα στην Αμερική, ως αντίποδας, την στιγμή που στη Σοβιετική Ένωση ο Σοσιαλιστικός Ρεαλισμός γινόταν το βασικό εργαλείο της προπαγάνδας, με επιγόνους τάσεις όπως Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός, Λυρική Αφαίρεση, Χειρονομιακή Τέχνη.
Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα μέχρι και την δεκαετία του ’60 αναπτύχθηκαν ομάδες, κινήματα και τάσεις που καθόρισαν την τέχνη της περιόδου στη ζωγραφική, τη γλυπτική την χαρακτική: Φωβισμός, Εξπρεσιονισμός, Κυβισμός, Φουτουρισμός, Μεταφυσική Ζωγραφική, ρωσική πρωτοπορία, Αφαίρεση, Νεοπλαστικισμός, Νέα Αντικειμενικότητα, Σουρεαλισμός, και, από το το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου, κυριάρχησαν ο Αφηρημένος Εξπρεσσιονισμός, η Λυρική Αφαίρεση, ο Τασισμός, ο Νεοντανταϊσμός, η Ποπ Αρτ, η Οπτική και Κινητική Τέχνη, η Μεταζωγραφική Αφαίρεση, περιβάλλοντα, εγκαταστάσεις, περφόρμανς και happenings, η Land Art, η Εννοιολογική Τέχνη, ο Μινιμαλισμός, ο Φωτογραφικός Ρεαλισμός.
Παράσταση και Αφαίρεση: Το Ελληνικό α- συνεχές
Το 1950 πολλοί από τους υπερασπιστές αλλά και τους πολέμιους της αφηρημένης τέχνης στην Ελλάδα δεν ασχολούνταν καθόλου με τα έργα. Έβλεπαν ως αρνητικό ή θετικό τον ακραίο νεοτερισμό και όχι το τι παρήγαγε αυτός. Φυσικά ακραία νεωτεριστική ήταν η αφηρημένη τέχνη μονάχα στην Ελλάδα, με χρονοκαθυστέρηση αφού για την υπόλοιπη Ευρώπη ήταν ένα εμπαιδωμένο μπουκέτο κινημάτων. Καθαρά από εικαστικής άποψης η άρνηση της αναπαράστασης θα σήμαινε απελευθέρωση του έργου προς την εικαστικότητα. Η νεοελληνική τέχνη της εποχής φαινόταν να προχωρά προς τον εκσυγχρονισμό με καθυστέρηση μεν, προς την Ευρωπαϊκή κατεύθυνση δε, κατά τις επιταγές της μοντέρνας ευρωπαϊκής τέχνης. Για τους υπέρμαχους της η αφαίρεση στην Ελλάδα σήμαινε ότι έστω και με καθυστέρηση η χώρα ακολουθούσε τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Το ότι προκαλούσε ακραίες αντιδράσεις από τους συντηρητικούς θεωρούσαν ότι ήταν η καλύτερη απόδειξη προς τούτο. Η μετεμφυλιακή εποχή συγκροτούσε μαζί με το αβέβαιο οικονομικό θαύμα της ανάπτυξης μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο ένα κατάλληλο περιβάλλον ανάπτυξης της Τέχνης και στην Ελλάδα. Πολλοι Έλληνες καλλιτέχνες βρέθηκαν στο Παρίσι από τα χρόνια του Πολέμου ή και του Εμφυλίου και ο ρόλος τους δεν μπορούσε να είναι παρά εκσυγχρονιστικός. Οι προτάσεις ορισμένων έμοιαζαν ακραίες, και εν πολλοίς ήταν αποκομμένες από τον εκσυχρονισμό της Ελληνικής Τέχνης, η οποία κινείτο με αργούς ρυθμούς. Ξενόφερτες εξελίξεις δεν εντάσσονταν ομαλά ως κινήματα, ή σημεία έμπνευσης ελλήνων καλλιτεχνών, και, αν κάποιοι Έλληνες καλλιτέχνες τα εναγκαλίστηκαν, το ίδιο δεν έγινε ούτε στο φιλότεχο κοινό, ούτε στο Ακαδημαϊκό περιβάλλον, ούτε καν στο ευρύ σώμα των ίδιων των Ελλήνων καλλιτεχνών της περιόδου. Στην Ελλάδα εκείνη την εποιχή οι περισσότεροι εικαστικοί καλλιτέχνες παρέμεναν “ασπούδαχτοι”, ενώ όσοι σπούδαζαν, εκσυγχρονίζονταν βεβιασμένα αντιγράφοντας τις εξελίξεις και όχι εμπαιδώνοντας τις. Ο πόλεμος ενάντια στην Αφαίρεση στην Ελλάδα εκείνη την εποχή, δεν εμπόδισε την χώρα να στέλνει καλλιτέχνες σε Μπιενάλε, δίνοντας την ψευδαίσθηση ότι η Ελλάδα προχωρούσε όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη. Στην πραγματικότητα στην Ελλάδα εκείνη την εποχή επικρατούσε ένας ανοιχτός πόλεμος μεταξύ μιας εικαζόμενης ελληνικότητας και του μοντερνισμού. Παρά τον αντί-ακαδημαισμο της γενιάς του Μεσολοπολέμου και την επιταγή για ανανέωση και στην Ελληνική τέχνη, μεταπολεμικά το μεγαλύτερο μέρος του κοινού αναζητούσε μια επιστροφή στην παράδοση. Η σύγκρουση που προέκυψε διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό την πραγματική νέα ελληνική τέχνη όπως βιώθηκε εντός της Ελλάδας, και όχι από τους λίγους λαμπρούς εξαγώγιμους αστέρες προς τις διεθνείς εκθέσεις. Τρεις τάσεις που διαμόρφωσαν τους όρους της σύγκρουσης στην Τέχνη στα τέλη της δεκαετίας του ’50 στην Ελλάδα. Η πρώτη ήταν αυτό που θα λέγαμε οι υπερασπιστές του κλασσικού νατουραλισμού και της επόμενης μέρας του Ακαδημαισμού και της μετεξέλιξης της σχολής του Μονάχου. Η δεύτερη ήταν υπέρ της παραστατικής τέχνης των ασπούδαχτων στην οποία έβλεπαν εξελικτικά στοιχεία δανεισμένα από την Βυζαντινή τέχνη. Τρίτη τάση ήταν αυτή της Αριστερής Διανόησης, οι οποίοι ήταν υπέρμαχοι της υιοθέτησης των νέων μορφών στην Τέχνη όπως εκφράζονταν στην κεντρική Ευρώπη.
Η δεκαετία του ’60 είδε την άνοδο της παραστατικής ως επί το πλείστον αφαίρεσης στην Ελλάδα στην ζωγραφική, ένα είδος που καταγωγικά μπορούσε να είναι μετεξέλιξη του Ελληνικού παρελθόντος, μαζί φυσικά με ακρότητες που υιοθετούνταν κυρίως με ιδεολογικά και όχι με καλλιτεχνικά κριτήρια. Γιάννης Σπυρόπουλος, Λάζαρος Λαμέρας, Γεράσιμος Σκλάβος, Chryssa (Χρύσα Βαρδέα), Τάκις (Τάκης Βασιλάκης), Αλεξ Μυλωνά, Δημήτρης Κοντός, Κλέαρχος Λουκόπουλος, Κώστας Κουλεντιανός, Γιώργος Ζογγολόπουλος, Νίκος Κεσανλής, Λουκάς Σαμαράς, Γιάννης Σπυρόπουλος, Γιάννης Γαΐτης, Βλάσσης Κανιάρης, Δημήτρης Μυταράς, Κώστας Τσόκλης και πολλοί άλλοι που δεν χωρούν σε αυτή την συνοπτική αναφορά είναι οι επίγονοι αυτής της αλλόκοτης και πολύ ελληνικής διεργασίας σε κάθε μορφή τέχνης και με κάθε μέσο αποτύπωσης.
Η διαδικασία της εμπαίδωσης και της ενσωμάτωσης διαρκεί ακόμα, και, αν και κερδίζεται διαρκως έδαφος ανάμεσα στους καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς, ο ρυθμός διείσδυσης των σύγχρονων μορφών τέχνης στο φιλότεχνο κοινό δεν είναι ο ίδιος. Η συμβολή των Ανώτατων Σχολών Καλών Τεχνών που συμπλήρωσαν το έργο της ΑΣΚΤ των Αθηνών (ενδεικτικά αναφέρονται οι Σχολές Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης και του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας με έδρα την Φλώρινα) μαζί με τις εξελίξεις στα Μέσα ενημέρωσης των καλλιτεχνών και επαφή τους με τον υπόλοιπο κόσμο (διαδίκτυο, Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, κλπ) αύξησε τον αριθμό των νέων καλλιτεχνών που έρχονται σε επαφή με το διεθνές γίγνεσθαι, αλλά ακόμα οι εικαστικές τέχνες στην Ελλάδα δεν έχουν επαρκή διείσδυση στο ευρύ κοινό, το οποίο συχνά κρίνει τα εικαστικά πράγματα με παραμορφωτικούς φακούς και κριτήρια αντικειμενικής εγκυρότητας που αντλεί από το Εθνικό μας Αφήγημα, ή και ενδίδει σε αφορισμούς αναφορικά με το τι “είναι” και τι “δεν είναι” τέχνη. Αν το ζητούμενο σήμερα είναι η σύνδεση των σύγχρονων προβληματισμών με την εικαστική παραγωγή των καλλιτεχνών που δραστηριοποιούνται εικαστικά στην Ελλάδα, άλλο τόσο σημαντικό είναι το διακύβευμα της εικαστικής Παιδείας του γενικότερου κοινού.
Πάρης Καπράλος
Εικαστικός Επιμελητής